φωτοτροπισμός

φωτοτροπισμός
ο, Ν
1. βοτ. αυξητική κίνηση τών βλαστών και τών ριζών τών φυτών ως απόκριση σε φωτεινό ερέθισμα
2. φρ. «θετικός φωτοτροπισμός»
βοτ. φωτοτροπισμός με κατεύθυνση προς το φωτεινό ερέθισμα
β) «αρνητικός φωτοτροπισμός»
βοτ. φωτοτροπισμός με κατεύθυνση αντίθετη προς το φωτεινό ερέθισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phototropism < φωτ(ο)-* + τρόπος + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωτοτροπισμός — ο η φωτοταξία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτοταξία — η η ιδιότητα των φυτών να στρέφονται προς το ηλιακό φως, ο φωτοτροπισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”